- καθαρεύουσα
- Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν απαλλαγμένη από ξένα και διαλεκτικά στοιχεία, γεγονός που οφειλόταν κυρίως στο ότι ήταν ουσιαστικά προκατασκευασμένη και δεν τη μιλούσε το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού.
Η κ. διακρινόταν στην αυστηρή –η οποία βασιζόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της στη γραμματική της αρχαίας ελληνικής (Κλ. Ραγκαβής)–, στην απλή –που περιόριζε σημαντικά και μάλιστα απέκλειε στοιχεία τα οποία είχαν περιέλθει σε αχρηστία στον προφορικό λόγο (Κ. Παπαρρηγόπουλος)– και στη δημωδέστερη κ. Αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός πλάστηκε από τον γλωσσολόγο Γ. Χατζιδάκι για τη γλώσσα των πρώτων πεζογραφημάτων του Δροσίνη. Η τρίτη αυτή μορφή έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από τον προφορικό λόγο. Γενικά, η κ. είναι πλέον γλώσσα ουσιαστικά νεκρή.
Ο χρόνος κατά τον οποίο διαπλάστηκε δεν είναι με ακρίβεια γνωστός. Πάντως, από τα μέσα του 18ου αι. εμφανίστηκε πλήρως διαμορφωμένη. Αποτελούσε τότε την επίσημη γλώσσα της επιστήμης, της νομοθεσίας, της διοίκησης, της πολιτικής αρθρογραφίας και ειδησεογραφίας, της βουλής, του δικαστηρίου, της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης (μέσης και ανώτερης).
* * *ηόρος που χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τη δημοτική, για να χαρακτηρίσει τη μορφή τής γραφόμενης ελληνικής γλώσσας που στηρίχθηκε στη λόγια παράδοση τού έθνους και που ώς το 1976 ήταν η επίσημη γλώσσα τού κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τής μτχ. καθαρεύων (καθαρεύω) βλ. και εγκυκλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.